- κτηνοτροφείο(ν)
- το животноводческая, скотоводческая ферма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτηνοτροφείο — το (Μ κτηνοτροφεῑον) [κτηνοτρόφος] χώρος με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις στον οποίο εκτρέφονται ζώα, κτηνοστάσιο … Dictionary of Greek
ζωοτροφείο — το τόπος όπου διατρέφονται ζώα, κτηνοτροφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)